ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Ετυμολογικό απάνθισμα_6

υβρίδιο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη hybride, που σημαίνει «νόθος» (με την παρετυμολογική επίδραση της αρχαίας λέξης ύβρις) και παράγεται από τη λατινική λέξη hybrida ή (h)ibrida (= νόθο ζώο από διασταύρωση άγριου και ήμερου), που έχει άγνωστη προέλευση.
υνί: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ύνιον, παράγωγο της αρχαίας λέξης η ύν(ν)ις, γενική της ύν(ν)εος (= η μύτη του αλετριού), που προήλθε πιθανόν από τη λέξη ο υς, γενική του υός (= γουρούνι), επειδή το ζώο αυτό έχει τη συνήθεια να σκαλίζει το έδαφος.
ύπουλος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, σύνθετο από τις λέξεις υπό + ουλή και σήμαινε αρχικά «αυτός που βρίσκεται κάτω από την ουλή», δηλαδή το τραύμα που συνεχίζει να υπάρχει κάτω από την επιδερμική επούλωσή του. Έπειτα η λέξη απέκτησε τη σημασία «δόλιος, πονηρός», επειδή ένα τέτοιο τραύμα καθίσταται συχνά επικίνδυνο για την υγεία.
υστερία: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά hysteria, γαλλικά hysterie), η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη υστέρα (= μήτρα). Η ονομασία αυτή προέρχεται από παλαιότερη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η αιτία της ασθένειας αυτής οφείλεται στους πόνους της μήτρας.
φανατικός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το λατινικό επίθετο fanaticus (= θεόληπτος, θεομανής), που παράγεται από τη λέξη fanum (= ναός). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή Fanatici ονομάζονταν οι ιερείς της θεάς Ίσιδας και της θεάς Κυβέλης, οι οποίοι έπεφταν σε έκσταση και προκαλούσαν πληγές στο σώμα τους.
φανέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη fanela, αυτή από την ιταλική flanella και αυτή από την αγγλική λέξη flannel. Η τελευταία προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική flaunneol, παράγωγο της λέξης flanyn (είδος υφάσματος), που ανάγεται στην ουαλική gwlan(en) (= μαλλί).
φαντάρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη φανταρία, που προήλθε από τη βενετική fantaria και αυτή από την ιταλική λέξη fanteria. Η τελευταία προήλθε από την ισπανική infanteria (= φρουρά των ανήλικων πριγκίπων), που ανάγεται στη λατινική λέξη infans, γενική infantis (= παιδί).
φλουρί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη φλουρίν, αυτή από τη λέξη φλωρίον και αυτή από το μεταγενέστερο λατινικό επίθετο florinus. Αυτό προήλθε από το λατινικό ρήμα floreo (= ανθίζω), παράγωγο της λέξης flos, γενική floris (= άνθος). Το φλορίνι ή φιορίνι ήταν νόμισμα που είχε χαραγμένο ένα άνθος επάνω του και ανήκε στην ιταλική πόλη Florentia (= Φλωρεντία), της οποίας το όνομα προήλθε από τη μετοχή florens του ρήματος floreo.
φουντούκι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη findik, η οποία προήλθε από την ελληνιστική φράση ποντικόν (κάρυον), που σημαίνει «ποντιακό (καρύδι)». Το αρχαίο επίθετο ποντικός (= πόντιος) προέρχεται από τη φράση (Εύξεινος) Πόντος, όπου πόντος (= θάλασσα).
φτιάχνω: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα φτειάνω, αυτό από το φθειάνω, που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *φθειάζω και αυτή από το ρήμα ευθειάζω (= ισιώνω, διορθώνω), παράγωγο του αρχαίου επιθέτου ευθύς.
χάδι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη χάδιν, που προήλθε από τη λέξη ηχάδι(ο)ν (= τραγουδάκι), υποκοριστικό της αρχαίας λέξης ήχος.
χάμπουργκερ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση hamburger (steak), που σημαίνει «(μπριτζόλα) του Αμβούργου», όπου η λέξη hamburger προήλθε από το γερμανικό όνομα της πόλης Hamburg (= Αμβούργο).
χιούμορ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική humour (= πνευματώδες αστείο), που προήλθε από τη γαλλική λέξη humeur (= υγρός) και αυτή από τη λατινική λέξη (h)umor (= υγρασία).
χόμπι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη hobby, που δήλωνε αρχικά ένα είδος μικρού αλόγου, ενώ έπειτα σήμαινε «ερασιτεχνική απασχόληση» και προήλθε από το όνομα Hobbin, χαϊδευτικό του ονόματος Robin.
χορταίνω: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα χορτάζω (= ταΐζω ζώα με χόρτο), παράγωγο της λέξης ο χόρτος (από αυτή προήλθε και η ελληνιστική λέξη το χόρτον).
χούλιγκαν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη hooligan, που προήλθε πιθανόν από το επώνυμο του Ιρλανδού εγκληματία P. Hooligan, ο οποίος έδρασε στο Λονδίνο το 1898.
χωρατό: προέρχεται από το ρήμα χωρατεύω (= αστειεύομαι), που προέκυψε από το ρήμα χωραϊτεύω και αυτό από τη λέξη χωραΐτης (= ο κάτοικος της χώρας, δηλαδή μεγάλης πόλης ή πρωτεύουσας νησιού), που προήλθε από την αρχαία λέξη χώρα.
ψάρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ψάριν (= ιχθύς), που προήλθε από την αρχαία λέξη οψάριον, υποκοριστικό της λέξης τό όψον (= προσφάγι). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στο γεγονός ότι παλαιότερα ο ιχθύς ήταν το πιο συνηθισμένο προσφάγι.
ψαρονέφρι: πρόκειται για σύνθετο από τις λέξεις ψάρι (= νεφραμιά) + νεφρό, οι οποίες προέρχονται αντίστοιχα από τις αρχαίες λέξεις *ψ(ο)ιάριον (από τη λέξη ψόα ή ψύα = οσφυικός μυς) και νεφρός.
ψηφιακός: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού επιθέτου digital (από τη λέξη digit, που σημαίνει «ψηφίο» και αυτή από τη λατινική digitus = δάκτυλο). Το επίθετο ψηφιακός προέρχεται από την αρχαία λέξη ψηφίον (= πετραδάκι), υποκοριστικό της λέξης η ψήφος, που σήμαινε αρχικά «μικρή πέτρα», ενώ έπειτα «λιθαράκι για χρήση στην αρίθμηση, στα παιχνίδια ή στις εκλογές».
~ Από τη λέξη ψήφος προέρχεται, επίσης και η αρχαία λέξη η ψηφίς, αιτιατική ψηφίδα (= χαλίκι, λιθαράκι), από την οποία προήλθε το νεοελληνικό επίθετο ψηφιδωτός.
ψυχαγωγία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «καθοδήγηση ψυχής», ενώ στην ελληνιστική εποχή «αναψυχή, πνευματική απόλαυση». Προέρχεται από τη λέξη ψυχαγωγός, σύνθετη από τις λέξεις ψυχή (= πνοή, ζωή) + αγωγός (από το ρήμα άγω = οδηγώ). Η λέξη ψυχή παράγεται από το ρήμα ψύχω, που σημαίνει «πνέω, φυσώ» (είναι διαφορετικό από το ρήμα ψύχω = παγώνω κάτι).
ψώνιο: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη οψώνιον, η οποία σήμαινε «χρήματα για την αγορά ζωοτροφών», σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις τό όψον (= τροφή, προσφάγι) + ωνούμαι (= αγοράζω).
ψωμί: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ψωμίον, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη ο ψωμός (= κομμάτι, μπουκιά), που ανάγεται στο θέμα ψω- του ρήματος *ψήω (= τρίβω).
ώρα: πρόκειται για αρχαία λέξη, από την οποία παράγονται τα αρχαία επίθετα α) ώριμος και β) ωραίος, που είχαν την αρχική σημασία «αυτός που βρίσκεται στην ώρα του, στην καλύτερη στιγμή του».
~ Επίσης, η νεοελληνική λέξη ωράριο είναι γλωσσικό αντιδάνειο και προέρχεται από τη λατινική λέξη horarium, που προήλθε από τη λέξη hora (= ώρα) και αυτή από την αρχαία λέξη ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: