ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Παροιμιώδεις λαϊκές φράσεις_3

...σχετικές με ανθρώπινες ενέργειες:

   "Άλλος πλήρωσε τη νύφη"
Στην παλιά Αθήνα του 1843 επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες, του Γιώργη Φλαμή που είχε το κορίτσι και του Σωτήρη Ταλιάνη που είχε το αγόρι. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Πλάκα συγκεντρώθηκαν όλοι, αλλά μόνο η νύφη έλειπε... Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε να ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, ο οποίος της πρότεινε να την απαγάγει! Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, την κυνήγησε, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει... Γύρισε τότε στο σπίτι του παρ' ολίγον πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του! Κάποιος όρος, όμως, στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε πριν και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «...δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι». Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου...
"Κάνε τουμπεκί"
Τουμπεκί στα τουρκικά λέγεται ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε να τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί»! Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσαν οι φλυαρίες, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στον λουλά... Και αν κάποιος, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς... Τώρα σχετικά με το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, αυτό ήταν η τέχνη του «ταμπή», δηλ. να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και το καλύτερο.
"Ο ένας λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του"
Πολλές φορές τα παιδιά, όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το καθένα και αυτό που τα κρατάει, τα δείχνει στα άλλα από την άλλη μεριά, έχοντας τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό και ο άλλος το μακρύ. Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές, από τις οποίες η μία υποστηρίζει πως λέγεται, επειδή ο ένας περιγράφει σαν μακρύ το ξυλαράκι και ο άλλος σαν κοντό, ενώ σύμφωνα με την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση θα έπρεπε να είναι: «ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του» κι γι' αυτό δε συνεννοούνται...
    "Όποτε του καπνίσει"  
Στην εποχή των εξερευνήσεων η βιομηχανία του καπνού, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, γι' αυτό έκοβαν χλωρά τα φύλλα του καπνού και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις, όμως, κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν συχνά διάφορα εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα και επιπλέον παράγγειλε μια τερατώδη προτομή ανθρώπου-δαίμονα με μια καπνοσύριγγα στο στόμα και την τοποθέτησε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, οι δικαστές τού έδειχναν τη διαβολική προτομή και του έλεγαν: " Από αυτόν θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...". Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα! Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές... Έτσι η φράση αυτή είναι καθαρά αγγλική και την έλεγαν, για να δείξουν πόσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.
"Τον κόλλησε στον τοίχο"
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους της Κων/πολης μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Πόλης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον ...κολλήσουν στον τοίχο.
"Τον πήραν στο ψηλό
Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε στην βυζαντινή εποχή, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στην Κων/πολη υπήρχε έξω από το Επταπύργιο ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα, επειδή βρίσκεται υπερυψωμένο πάνω από τη θάλασσα. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους αιχμαλώτους τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν, ενώ ύστερα τους ξεκρεμούσαν και τους πετούσαν δεμένους στη θάλασσα. Από την πρακτική αυτή και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».
"Του τα έψαλα από την καλή κι από την ανάποδη"
Τον Σεπτέμβριο του 1155 σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, ώστε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι οι υπεύθυνοι με τις πιο βαριές ποινές της εποχής. Πολλοί από αυτούς ρίχτηκαν στα μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, όπου ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν φωναχτά είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα και όσους έβλεπαν να σταματούν έστω και για ένα λεπτό, τους ανάγκαζαν να συνεχίσουν. Όταν, λοιπόν, οι προσευχές που διάβαζαν τελείωναν, αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή, δηλαδή ανάποδα. Από αυτό βγήκαν οι φράσεις «του τα έψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ' έξω κι ανακατωτά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν απ' έξω κι ανακατωτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: