ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Παροιμιώδεις λαϊκές φράσεις_4

...σχετικές με αντικείμενα:

 "Σήκωσε δικό του μπαϊράκι"
Ανάμεσα στους αρματολούς του 1821, συνέβαιναν συχνά πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι, όταν χήρευε καμιά θέση αρχηγού... Φυσικά, οι παλαιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητές τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν, λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν, όμως, πολλές φορές δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι... Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν με τον τρόπο αυτό να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους ...μπαϊράκι, τουρκική λέξη που σημαίνει σημαία.
 "Σιγά τον πολυέλαιο"
Ο βασιλιάς Όθωνας μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21 μαζί με τους ξένους αυλικούς. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, τους οποίους με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι. Οι γερο-λεβέντες παλαιοί πολεμιστές πάνω στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους ή έβγαζαν και το τσαρούχι τους εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω. Αλλα τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες! Στο κρίσμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον"...
 "Είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο"
Κάποιος παπάς από ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς εκεί είχε αρρωστήσει για πολύ καιρό. Ο παπάς, όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει... Εδώ, όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού ήταν μορφωμένος! Όταν άρχισε, λοιπόν, να διαβάζει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου, κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε: «Μα αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο...». - «Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός και συνέχισε: «...αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο!».
"Του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι"
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν στα παλάτια νάνοι, για να διασκεδάζουν τους αυτοκράτορες στα συμπόσιά τους ως γελωτοποιοί. Οι αυτοκράτορες, συνήθως, τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατασκόπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από 4 μέχρι και 6 μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος...
"Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος"
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός, που γύριζε στα διάφορα σπίτια και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή, ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός, με άγριο, κατάμαυρο και βλογιοκομμένο πρόσωπο. Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους κατοίκους, λέγοντάς τους ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος. Ήταν, όμως τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης... Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις ...γυάλιζαν προηγουμένως, για να φαίνονται χρυσές,  και τον ξαπόστελναν!
"Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες"
Ένας από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, κυνήγησε αλύπητα όλους τους μάγκες, τα κουτσαβάκια, της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι με το οποίο έκοβε τα μανίκια των σακακιών που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι κουτσαβάκηδες, τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα τσουλούφια των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν.  Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια! Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν: «Τα σίδερα της φυλακής, είναι για τους λεβέντες»...
"Πήγαν για μαλλί  και βγήκαν κουρεμένοι"
Στη Μήλο υπήρχαν παλαιότερα μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, στα οποία έφτιαχναν με ένα ειδικό μαλλί χαλιά με ωραιότατα σχέδια, που τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός πειρατής, ο Αλή Μεμέτ Χαν, ο οποίος μια νύχτα βγήκε με τα παλικάρια του στο νησί, για να το κουρσέψει. Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών που βρίσκονταν εκεί, αλλά οι νησιώτες τούς πήραν είδηση, τους περικύκλωσαν και του συνέλαβαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως, τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν έτσι στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου...
"Πήδησαν πολλά παλούκια"  
Η φράση αυτή, που τη λέμε για ανθρώπους αμφιβόλου ηθικής, προέρχεται από ένα από τα πιο βάρβαρα θεάματα που είχε εμπνευστεί ο αυτοκράτορας Νέρωνας, που ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή, μια λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προς τα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν... Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημά του, τον έπιαναν και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Στη βυζαντινή εποχή, όμως, το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι με μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό το ονόμαζαν "οι πάλοι" και έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, τον Λαγόνη και τον Φρύλιχο. Και οι τρεις αυτοί έγιναν ξακουστοί, επειδή ποτέ δεν τους συνέβη κάποιο ατύχημα... Παρ' όλα αυτά, όμως, κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναν μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: