ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Ετυμολογικό απάνθισμα_1

Ε ι σ α γ ω γ ή
- Α. Η πορεία της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διακρίνεται σε τέσσερις μεγάλες περιόδους:
α) η 1η περίοδος περιλαμβάνει την αρχαία ελληνική γλώσσα με τις διάφορες διαλέκτους της (δωρική, ιωνική, αιολική κλπ.) από τα πολύ παλιά χρόνια έως το 323 π.Χ. (θάνατος Μ. Αλεξάνδρου),
β) η 2η περίοδος την μεταγενέστερη ή ελληνιστική ή αλεξανδρινή ή κοινή γλώσσα, που τυπικά περιέχεται στα χρόνια 323 π.Χ. έως 330 μ.Χ. (ίδρυση Κων/πολης),
γ) η 3η περίοδος περιλαμβάνει τη μεσαιωνική ή βυζαντινή γλώσσα ανάμεσα στα χρόνια 330 μ.Χ. έως 1453 μ.Χ. (άλωση Κων/πολης) και
δ) η 4η περίοδος τη νεότερη ή νεοελληνική γλώσσα, που αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από το 10ο αι. μ.Χ. και τυπικά από το 1453 μ.Χ. ως σήμερα.
.
- Β. Οι λέξεις της νεοελληνικής γλώσσας κατάγονται είτε από λαϊκές λέξεις είτε από λόγιες λέξεις.
Οι λαϊκές λέξεις προέρχονται είτε από αρχαίες, ελληνιστικές ή μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις, οι οποίες παραμένουν στο λόγο απαράλλαχτες (π.χ. γη, δύο, ουρανός), ή παραλλαγμένες (π.χ. δέντρο < δένδρον, παλιός < παλαιός) είτε από ξένες λέξεις, τις οποίες δανείστηκε ο ελληνικός λαός από άλλες γλώσσες.
Οι ξένες λέξεις διακρίνονται σε δάνειες, όταν προέρχονται από μη ελληνικές ρίζες (π.χ. σάντουιτς < αγγλική sandwich, λικέρ < γαλλική liqueur) και σε αντιδάνεια, όταν προέρχονται από ελληνικές λέξεις που επιστρέφουν παραλλαγμένες μετά από τη διάδοσή τους σε άλλες γλώσσες (π.χ. διαμάντι < ιταλ. diamante < λατ. diamas < αρχ. αδάμας).
Οι λόγιες λέξεις προέρχονται είτε από παλαιές αχρηστευμένες λέξεις, τις οποίες οι λόγιοι, οι μορφωμένοι, τις επανέφεραν στο λόγο (π.χ. καθηγητής, κατάστημα) είτε από νεόπλαστες λέξεις, τις οποίες έπλασαν οι λόγιοι (π.χ. αστεροσκοπείο, τηλεόραση).
.
- Γ. Ο σχηματισμός των λέξεων της νεοελληνικής γλώσσας έγινε είτε με την παραγωγή μιας λέξης από μια άλλη λέξη είτε με τη σύνθεση μιας λέξης από δύο άλλες λέξεις.
Στην παραγωγή των λέξεων, ριζική ονομάζεται η λέξη που δεν προέρχεται από κάποια άλλη (π.χ. άστρο, δέντρο), παράγωγη ονομάζεται η λέξη που προέρχεται από κάποια άλλη λέξη, την πρωτότυπη, αν προστεθεί στο θέμα της μια κατάληξη (π.χ. λαμπ-τήρας < λάμπω, τραπεζ-ικός < τράπεζα).
Στη σύνθεση των λέξεων, σύνθετη ονομάζεται η λέξη που σχηματίζεται από δύο άλλες λέξεις, το α΄ συνθετικό και το β΄ συνθετικό, αν ενωθούν τα θέματά τους (π.χ. ανεμόβροχο < άνεμος + βροχή, κρασοπότηρο < κρασί + ποτήρι). 
 
- - Α π ά ν θ ι σ μ α - -
  Στη συνέχεια αναλύεται ετυμολογικά η ιστορική διαδρομή διαφόρων επιλεγμένων λέξεων, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε λόγω της σημασιολογικής τους εξέλιξης είτε λόγω της καταγωγής τους από λέξεις που συχνά δεν υποψιάζεται κανείς εύκολα. 
. 
αβγατίζω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που σημαίνει «αυξάνω» και προέκυψε (πιθανόν με την επίδραση της λέξης αβγό) μέσω των διαδοχικών (αμάρτυρων) λέξεων *εβγατίζω και *εβγατός από το επίθετο εγβατός. Αυτό προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο εκβατός, παράγωγο του αρχαίου ρήματος εκβαίνω (= εξέρχομαι, υπερβαίνω), σύνθετο από τις λέξεις εκ + βαίνω (= βαδίζω).
αγελάδα: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη η αγελάς, αιτιατική την αγελάδα, η οποία δημιουργήθηκε μετά από επίδραση της φράσης η αγελαία (βους), που σημαίνει «το θηλυκό βόδι που ανήκει σε αγέλη». Το επίθετο αγελαία προέρχεται από την αρχαία λέξη αγέλη (= κοπάδι), παράγωγο του ρήματος άγω (= οδηγώ).
αγόρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αγόριν, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο άγωρος και αυτό από το αρχαίο επίθετο άωρος (= αυτός που δεν είναι στην ώρα του), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + ώρα.
άγριος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «αυτός που ζει στους αγρούς» και προέρχεται από τη λέξη αγρός (= ύπαιθρος, χωράφι). Γρήγορα, όμως, απέκτησε και τη σημασία «σκληρός, τραχύς» λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής αλλά και της επιθετικής συμπεριφοράς που συνήθως έχουν τα ζώα και οι άνθρωποι της υπαίθρου.
~ Επίσης, το μεσαιωνικό επίθετο αγροίκος, που σήμαινε «απλοϊκός, αφελής», ενώ σήμερα έχει πλέον την έννοια «άξεστος, αγενής», προέρχεται από το αρχαίο επίθετο άγροικος (= αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγενής), σύνθετο από τις λέξεις αγρός + οίκος.
αδελφός: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σημαίνει ουσιαστικά «ομομήτριος», επειδή προήλθε από τη λέξη αδελφεός, σύνθετη από τις λέξεις α- αθροιστικό + *δέλφος, που προέρχεται από τη λέξη η δελφύς (= μήτρα).
αιθάλη: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σημαίνει «φλόγα με καπνό, καπνιά», προέρχεται από το ρήμα αίθω (= καίω).
~ Από το ρήμα αίθω παράγεται και η αρχαία λέξη αίθουσα, που προήλθε από τη φράση αίθουσα (στοά), δηλαδή «καπνισμένη (στοά)», η στοά της αυλής όπου άναβαν τη φωτιά, για να καταλήξει πλέον σήμερα να σημαίνει «το μεγάλο εσωτερικό δωμάτιο».
άλογο: προέρχεται από την ελληνιστική φράση άλογον (ζώον), όπου το αρχαίο επίθετο άλογος (= αυτός που δεν έχει λογικό, σκέψη) είναι σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + λόγος (= λογικό). Με τον όρο αυτό γινόταν αρχικά στο στρατό η διάκριση των ζώων από τους στρατιώτες, αλλά κατόπιν η έννοιά του περιορίστηκε στη σημασία του «ίππου», ο οποίος ήταν το πιο συνηθισμένο στρατιωτικό ζώο.
ασήμι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ασήμι(ν) και αυτή από το ασήμιον, παράγωγο της ελληνιστικής λέξης άσημον, που σήμαινε «άργυρος». Η τελευταία προήλθε από την αρχαία φράση άσημος (άργυρος ή χρυσός), που είχε την σημασία «ο μη κομμένος σε νομίσματα, ασφράγιστος (άργυρος ή χρυσός)», όπου το επίθετο άσημος είναι σύνθετο από το α- στερητικό + σήμα (= σημάδι, έμβλημα).
άσπρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστικό επίθετο και προέρχεται από το λατινικό επίθετο asper, γενική aspris (= τραχύς). Η ονομασία αυτή δόθηκε αρχικά στα αργυρά νομίσματα που ήταν πρόσφατα κομμένα και έδιναν ακόμα την αίσθηση της ανάγλυφης, της ανώμαλης στην αφή επιφάνειας. Στη βυζαντινή εποχή, όμως, απέκτησε τη σημασία «λευκός» λόγω της λάμψης που αντανακλούν τα νομίσματα αυτά.
αστείος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από τη λέξη το άστυ, γενική του άστεως (= πόλη), πβ. αστικός. Το επίθετο αυτό που σήμαινε αρχικά «ο κάτοικος της πόλης, ο αστός», απέκτησε έπειτα την έννοια «πολιτισμένος, μορφωμένος» αλλά και «ευφυολόγος, πνευματώδης άνθρωπος». Η σημασιολογική αυτή αλλαγή του επιθέτου οφείλεται στη διαφορετική εντύπωση που προξενούσε σε έναν απλό χωρικό της υπαίθρου η συμπεριφορά ενός αστού.
βάναυσος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «τεχνίτης, εργάτης», ενώ έπειτα «άξεστος, αγροίκος» και προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *βαύνασος, που προήλθε από τη λέξη ο βαύνος (= φούρνος, κλίβανος). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στην αρνητική στάση των Αθηναίων απέναντι στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θεωρούσαν κατάλληλα για δούλους και όχι για ελεύθερους πολίτες.
βάρβαρος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «αλλόγλωσσος, ξένος» και προέρχεται πιθανόν από τον ήχο «βαρ-βαρ», τον οποίο, θεωρητικά, άκουγαν οι αρχαίοι Έλληνες από την ομιλία αλλόγλωσσων ανθρώπων (πβ. τις λέξεις σουμεριακό bar-bar (= ξένος), ακκαδικό barbariu, αρχαίο ινδικό barbarah (= τραυλός), αλλά και το σημερινό ανάλογο «μπουρ-μπουρ»). Αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε για τους αρχαίους την πολιτική σημασία «ο μη Έλληνας» (πβ. τη φράση «πας μη Έλλην βάρβαρος»), αλλά και τη μειωτική έννοια «αμαθής, απολίτιστος».
βασανίζω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι αρχαίο ρήμα, που παράγεται από τη λέξη η βάσανος (= η λυδία λίθος), υλικό που χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της γνησιότητας του χρυσού, και προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη bahan (= λυδία λίθος από σχιστόλιθο). Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν «τρίβω μέταλλο πάνω στη βάσανο, εξετάζω με λεπτομέρεια». Όμως, ήδη στην αρχαιότητα, απέκτησε σύντομα την έννοια «υποβάλλω σε ταλαιπωρία, τυραννώ, κακοποιώ», καθώς το ρήμα συνδέθηκε με την ανάκριση των αιχμαλώτων και τη σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονταν.
βιβλίο: προέρχεται από την αρχαία λέξη βιβλίον, που προήλθε από τη λέξη βυβλίον και αυτή από τη λέξη η βύβλος (= το φυτό πάπυρος), ονομασία που δόθηκε από το όνομα Βύβλος (σημιτικής προέλευσης), πόλη της Φοινίκης, από την οποία στην αρχαιότητα εισαγόταν ο κατεργασμένος για γραφή πάπυρος.
βωμολοχία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που παράγεται από τη λέξη βωμολόχος (= πειναλέος επαίτης που παραμονεύει για να κλέψει κρέας από βωμό), σύνθετη από τις λέξεις βωμός + λόχος (= ενέδρα), παράγωγο του ρήματος λοχώ (= παραμονεύω). Επειδή, όμως, στην αρχαιότητα η ενέργεια του βωμολόχου ήταν μια πράξη την οποία απέφευγαν ακόμα και να την αναφέρουν, σύντομα η λέξη απέκτησε τη σημασία «χυδαίος αστεϊσμός, αισχρολογία».
γάιδαρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη γάδαρος ή γαϊδάριον, η οποία ανάγεται στην αραβική ga(i)dar (= σκληρότητα, καταπίεση), ονομασία που χαρακτήριζε αρχικά τη σκληρή συμπεριφορά που δέχεται συνήθως το ζώο αυτό από τον άνθρωπο.
γραβάτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cravatta και αυτή από τη γαλλική cravate (= λαιμοδέτης), που προήλθε από το όνομα Cravate (= Κροάτης), επειδή πρώτοι οι Κροάτες φόρεσαν υφασμάτινες λωρίδες ως λαιμοδέτες. Το όνομα Cravate προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό Croatia, που προήλθε από το σερβοκροατικό Hrvatska, παράγωγο της λέξης Hrvati (= ορεσείβιος), όνομα σλαβικής φυλής.
γυμνάσιο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γερμανική λέξη Gymnasium (= εκπαιδευτικό ίδρυμα), που προήλθε από τη λατινική gymnasium. Η λέξη αυτή προέρχεται από την αρχαία λέξη γυμνάσιον (= σωματική άσκηση, γυμναστήριο), παράγωγο του ρήματος γυμνάζω, που προήλθε από το επίθετο γυμνός, επειδή οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τη συνήθεια να ασκούνται χωρίς ενδύματα.
δημητριακά, τα: προέρχεται από την ελληνιστική φράση δημητριακά (σπέρματα), που σήμαινε «(καρποί) της θεάς Δήμητρας», δηλαδή «σιτηρά». Το επίθετο δημητριακός προήλθε από το αρχαίο όνομα η Δημήτηρ, γενική της Δήμητρος, η θεά της γεωργίας (όνομα που είναι πιθανόν σύνθετο από τις λέξεις δα (από τη λέξη γη ή δωρικά γα) + μήτηρ και σημαίνει «Γη μητέρα»).
δήμιος: προέρχεται από την αρχαία φράση δήμιος (δούλος), που σήμαινε «δημόσιος (δούλος)», δηλαδή ο δούλος που έκανε τις εκτελέσεις καταδίκων. Το επίθετο δήμιος παράγεται από τη λέξη δήμος (= λαός).

Δεν υπάρχουν σχόλια: