ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Ετυμολογικό απάνθισμα_2

δολάριο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη dollar, αυτή από τη γερμανική daler και αυτή από τη λέξη T(h)aler. Η τελευταία προήλθε από το όνομα (Joachims)thaler, νόμισμα της κωμόπολης Joachimsthal στη Βοημία.
δουλειά: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την αρχαία λέξη δουλεία, η οποία αρχικά σήμαινε «σκλαβιά», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε την έννοια «εργασία». Η λέξη δουλεία προήλθε από το ρήμα δουλεύω (= είμαι δούλος), παράγωγο τη λέξη δούλος.
δούρειος ίππος: πρόκειται για αρχαία φράση που σήμαινε «ξύλινο άλογο», όπου το επίθετο δούρειος προέρχεται από τη λέξη δόρυ, η οποία σήμαινε αρχικά «ξύλο, δένδρο», ενώ έπειτα το γνωστό αιχμηρό όπλο με το ξύλινο στέλεχος.
δράμι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη δράμιον, αυτή από την (αμάρτυρη) λέξη *δράχμιον και αυτή από την αρχαία λέξη δραχμή, η οποία είναι συγγενική με το αρχαίο ρήμα δράττομαι (= αρπάζω, πιάνω). Η δραχμή στην αρχαιότητα ήταν νόμισμα και μέτρο βάρους ίσο με έξι οβολούς, δηλαδή ισοδυναμούσε με όσους οβολούς κατά μέσο όρο χωρούσαν στην παλάμη.
δυόσμος: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη δυόσμος, που προήλθε από την αρχαία λέξη ηδύοσμος (είδος φυτού), σύνθετη από τις λέξεις ηδύς (= ευχάριστος) + οσμή.
ερμητικός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά hermetic, γαλλικά hermétique), που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό επίθετο hermeticus. Αυτό παράγεται από το λατινικό όνομα Hermes, απόδοση του ελληνιστικού Ερμής (ο Τρισμέγιστος), ονομασία που δόθηκε από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους στον αιγυπτιακό θεό Θωθ. Η ονομασία ερμητικός δόθηκε γενικά στα απόκρυφα έργα μαγείας, αστρολογίας και αλχημείας και ειδικά στην αλχημική τεχνική του τέλειου κλεισίματος ενός δοχείου με καπάκι, τεχνική που αποδίδονταν στον Ερμή τον Τρισμέγιστο.
ζάχαρη: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη τό ζάχαρ(ιν) ή σάχαρ ή σαχάρι, που προήλθε από την ελληνιστική τό σάκχαρ(ι) ή η σάκχαρις. Αυτή ανάγεται στην ινδική λέξη sakhara και αυτή στη σανσκριτική sarkara.
ζούγκλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη jungle (προφορά: ζενγκλ), αυτή από την αγγλική jungle (προφορά: τζανγκλ) και αυτή από την ινδική λέξη jangal (= δάσος), που ανάγεται στη σανσκριτική jangala.
ηλεκτρισμός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά electricity, γαλλικά electricite), που προήλθε από την αρχαία λέξη ήλεκτρον (= κεχριμπάρι), υλικό το οποίο μέσω της τριβής αποκτά εύκολα στατικό ηλεκτρικό φορτίο. Η λέξη ήλεκτρον είναι παράγωγο του επιθέτου ηλέκτωρ (= φωτεινός), που έχει άγνωστη προέλευση.
ηρωίνη: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη héroine και αυτή από τη γερμανική Heroin, η οποία προήλθε από την ελληνιστική λέξη ηρωίνη (= ηρωίδα), παράγωγο της αρχαίας λέξης ο ήρως, γενική του ήρωος. Η ονομασία αυτή δόθηκε, επειδή αυτό το είδος ναρκωτικού προκαλεί έντονες ψευδαισθήσεις ηρωισμού.
θράκα: προέρχεται από τη λέξη αθράκα, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη αθράκι και αυτή από την (αμάρτυρη) λέξη *αθθράκι. Αυτή ανάγεται στην ελληνιστική λέξη ανθράκιον (= μαγκάλι), παράγωγο της αρχαίας λέξης ο άνθραξ, αιτιατική άνθρακα (= κάρβουνο).
ινσουλίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά insulin, γαλλικά insuline), που προήλθε από τη λατινική λέξη insula (= νησί). Η ονομασία αυτή προήλθε από τις νησίδες που υπάρχουν στο πάγκρεας και παράγουν αυτή την ορμόνη.
καγκελάριος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική cancellarius. Αυτή είναι παράγωγο της λέξης cancellus (από την οποία προήλθε και η ελληνιστική λέξη κάγκελ(λ)ον). Η λέξη cancellarius δήλωνε τον υπάλληλο που στεκόταν δίπλα στο κάγκελο, στο κιγκλίδωμα, που χώριζε τους δικαστές από το ακροατήριο.
καγκουρό: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη kangaroo, η οποία προέκυψε από τη λέξη της γλώσσας των Αβορίγινων της Αυστραλίας: α) ganurru (όνομα για το ζώο αυτό) ή β) ka gouro (= δεν ξέρω), απάντηση ιθαγενούς σε ερώτηση του Άγγλου εξερευνητή J. Cook σχετικά με το όνομα αυτού του ζώου.
κάδρο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κάδρον, που προήλθε από το βενετικό επίθετο quadro (= τετράγωνος). Αυτό ανάγεται στο λατινικό quadrus (= τετράγωνος), παράγωγο του αριθμητικού quattuor (= τέσσερα).
καμπάνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική campana. Αυτή προήλθε από το λατινικό όνομα Campania (= Καμπανία), περιοχή της Ιταλίας, όπου για πρώτη φορά έγινε η χρήση αυτού του ηχητικού οργάνου. Το όνομα είναι παράγωγο της λέξης campus (από την οποία παράγεται και η μεσαιωνική λέξη κάμπος).
καναπές: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη canapé, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική canopeum, παράγωγο της λατινικής λέξης conopeum (= κουνουπιέρα). Αυτή προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κωνωπείον (= ανάκλιντρο με κουνουπιέρα), παράγωγο της αρχαίας λέξης ο κώνωψ, γενική του κώνωπος (= κουνούπι).
καραγκιόζης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τουρκική kara-göz (= μαυρομάτης), σύνθετη από τις λέξεις kara (= μαύρος) και göz (= μάτι). Ο λαϊκός αυτός ήρωας του θεάτρου σκιών, εξάλλου, έχει καταγωγή από αντίστοιχο τουρκικό ήρωα, ο οποίος προήλθε σταδιακά από την παράδοση των θεάτρων σκιών της Άπω Ανατολής, δηλαδή της Ιάβας, της Ινδίας και της Κίνας.
καρέκλα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη charegla. Αυτή προήλθε από την αρχαία βενετική cadegla, αυτή από τη λέξη cadegra και αυτή από τη λατινική cathedra, η οποία προέρχεται από την αρχαία λέξη καθέδρα, σύνθετη από τις λέξεις κατά ή καθ’ + έδρα.
καριοφίλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική φράση Carlo e figlio (= Κάρολος και υιός), φίρμα ιταλικού εργοστασίου όπλων, η οποία αναγραφόταν επάνω στα τουφέκια αυτά, τα οποία είχαν ευρεία χρήση κατά την επανάσταση του 1821.
κατεργάρης: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που σήμαινε αρχικά «κωπηλάτης σε κάτεργο», ενώ έπειτα απέκτησε τη σημασία «πονηρός, πανούργος». Προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κάτεργον, που σήμαινε το «παροπλισμένο πλοίο για χρήση ως φυλακή καταδίκων» και προήλθε από το επίθετο κάτεργος (= καλλιεργημένος), σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις κατά + έργον.
κίτρινος: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που σημαίνει «αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου». Προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κίτρον, η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη citrus, είδος καρπού.
κοιτάζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σήμαινε «ξαπλώνω κάποιον στο κρεβάτι», ενώ στη μεσαιωνική εποχή απέκτησε τη σημασία «προσέχω, παρατηρώ». Το ρήμα αυτό προήλθε από τη λέξη κοίτη (= κρεβάτι), παράγωγο του ρήματος κείμαι (= ξαπλώνω, κείτομαι). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή του ρήματος οφείλεται στη συνήθεια των φρουρών της βυζαντινής εποχής να έχουν το κρεβάτι τους μέσα στο φυλάκιό τους.
κολόνια: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική φράση (eau de) Cologne, η οποία σημαίνει «(νερό της) Κολονίας», που προήλθε από το όνομα της γερμανικής πόλης Köln, ονομαστή για την παρασκευή αρωμάτων.
κονιάκ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη cognac και αυτή από το όνομα Cognac, πόλη της Γαλλίας, όπου παράγεται αυτό το είδος ποτού. Η ονομασία της πόλης προήλθε από το λατινικό της όνομα Compiniacum.
κοπέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κοπέλα (= υπηρέτρια, ψυχοκόρη), που προήλθε από τη λέξη ο κόπελος (= υπηρέτης, γκαρσόνι ταβέρνας). Αυτή προέκυψε από την ιταλική λέξη copelo, η οποία ανάγεται στη λατινική copo ή caupo (= ταβερνιάρης, έμπορος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: