ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Ετυμολογικό απάνθισμα_3

κορόιδο: προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *κουρόγιδο, δηλαδή «κουρεμένο γίδι», σύνθετη από τις λέξεις η κουρά (= κούρεμα) + γίδι [που προήλθε από το μεσαιωνικό γίδιν και αυτό από το αρχαίο αιγίδιον, υποκοριστικό της λέξης η αιξ, αιτιατική αίγα]. Η λέξη αυτή χαρακτήριζε αρχικά τη γυναίκα εκείνη που έγινε αντικείμενο διαπόμπευσης και υπέστη ταπεινωτικό κούρεμα των μαλλιών της.
κρασί: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κρασί(ν), αυτή από τη λέξη κρασίον και αυτή από τη λέξη κράσιον. Η τελευταία προήλθε από την αρχαία φράση κράσις (οίνου), που σήμαινε «ανάμειξη (οίνου)», επειδή οι αρχαίοι Έλληνες αναμείγνυαν πάντοτε τον οίνο με νερό για να τον πιουν.
κρέμα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη crema (= καϊμάκι), που προήλθε από την αρχαία γαλλική cresme. Αυτή προέκυψε από τη λατινική chrisma, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη το χρίσμα (= υλικό επάλειψης), παράγωγο του ρήματος χρίω (= αλείφω).
κτήριο, κτίριο: (η γραφή με ι από παρετυμολογική επίδραση του αρχαίου ρήματος κτίζω) λέξη για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές προέλευσης: 1) από την ελληνιστική λέξη ευκτήριον, που προήλθε από τη φράση ευκτήριος (οίκος), που σημαίνει «(οίκος) προσευχής», όπου το επίθετο ευκτήριος παράγεται από το αρχαίο ρήμα εύχομαι. 2) από την (αμάρτυρη) λέξη *οικτήριον, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη οικητήριον (= κατοικία) και αυτή από το αρχαίο ρήμα οικώ, παράγωγο της λέξης οίκος.
λαγωνικό: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, η οποία προήλθε από την αρχαία φράση λακωνικός (κύων), η οποία σημαίνει «(σκύλος) από τη Λακωνία» (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης λαγός).
λαμπίκος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λαμπίκος, που σημαίνει «αποστακτήρας» (με παρετυμολογική επίδραση του ρήματος λάμπω). Αυτή προήλθε από την ιταλική λέξη lambicco και αυτή από την αραβική al-ambiq, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη ο άμβιξ, γενική άμβικος ή άμβυξ, γενική άμβυκος (= αποστακτήρας).
λεβέντης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την τουρκική λέξη levend, η οποία προήλθε από την ιταλική leventi, που σημαίνει «οι Λεβέντες, σώμα ναυτών πυροβολητών, πειρατές της Ανατολής». Η τελευταία είναι παράγωγο της λέξης levante (= ανατολή), η οποία προήλθε από τη γαλλική lavant (= ανατολή), παράγωγο του ρήματος lever (= σηκώνω, ανατέλλω), που ανάγεται στο λατινικό ρήμα levo (= σηκώνω, λούζω).
λουκάνικο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λουκάνικον, που προήλθε από τη λατινική lucanicum (είδος αλλαντικού). Αυτή παράγεται από το επίθετο lucanicus, που δηλώνει αυτόν που προέρχεται από τη Lucania, πόλη της Ιταλίας, όπου παρασκεύαζαν αλλαντικά.
λούνα παρκ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική φράση luna-park, ονομασία χώρου αναψυχής στο προάστειο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, σύνθετη από τη λατινική λέξη luna (= φεγγάρι) + αγγλική λέξη park (= πάρκο).
λυθρίνι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λυθρίνιν, που ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *ερυθρίνιον, η οποία παράγεται από την αρχαία λέξη ερυθρίνος, ονομασία που οφείλεται στο χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα που έχει αυτό το είδος ψαριού.
λύκειο: προέρχεται από την αρχαία λέξη Λύκειον, ονομασία γυμναστηρίου της Αθήνας, όπου δίδασκε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, το οποίο βρισκόταν κοντά σε ομώνυμο ιερό. Το ιερό Λύκειον ήταν αφιερωμένο στο Λύκειο Απόλλωνα, προσωνυμία που πιθανόν προήλθε από λέξη που σχετίζεται με τη λατρεία αυτού του θεού, δηλαδή είτε α) από το όνομα Λυκία, χώρα της Μ. Ασίας, είτε β) από τη λέξη λύκος είτε γ) από τη λέξη λύκη (= χάραμα).
λωποδύτης: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε «κλέφτης ρούχων σε δημόσια λουτρά», σύνθετη από τις λέξεις η λώπη ή ο λώπος (= ένδυμα) + δύω (= βουτώ).
μαγαζί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μαγαζί(ο)ν, που προήλθε από την ιταλική λέξη magazzino και αυτή από τον πληθυντικό machazin της αραβικής λέξης machzan (= αποθήκη).
μαζεύω: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από το ελληνιστικό ρήμα ομαδεύω, το οποίο σημαίνει «αθροίζω» (με την παρετυμολογική επίδραση του ρήματος μαζώνω). Αυτό είναι παράγωγο της αρχαίας λέξης η ομάς, γενική της ομάδος, που προέρχεται από το επίρρημα ομού (= μαζί) και αυτό από το επίθετο ομός (= κοινός).
μαϊντανός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη maidanoz, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη μακεδονήσι, ονομασία αυτού του φυτού. Αυτή προέκυψε από το ουδέτερο macedonense του λατινικού επιθέτου macedonensis (= μακεδονικός), παράγωγο της λέξης Macedo, που προήλθε από την αρχαία λέξη ο Μακεδών, γενική του Μακεδόνος.
μαλώνω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, το οποίο ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *ομαλώνω, που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ομαλός, παράγωγο του επιθέτου ομός (= κοινός). Το ρήμα αυτό απέκτησε τη σημασία «επιπλήττω» από τη συνήθη πρακτική να καθίσταται ομαλή, να διορθώνεται, η κακή συμπεριφορά των παιδιών μέσω της επίπληξής τους.
μάστορας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη λέξη μαΐστωρ ή μαγίστωρ, που προήλθε από τη λατινική λέξη magister (= άρχοντας, επιστάτης), παράγωγο του επιθέτου magnus (= μεγάλος).
μάτι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μάτι(ν), που προήλθε από την αρχαία λέξη ομμάτιον (= ματάκι), υποκοριστικό της λέξης το όμμα (= οφθαλμός).
μελαγχολία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το επίθετο μελάγχολος, σύνθετο από τις λέξεις μέλας (= μαύρος) + χολή. Η λέξη αυτή είναι ιατρικός όρος του Ιπποκράτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η ψυχική διάθεση εξαρτάται από την ανάμειξη των σωματικών υγρών στη χολή.
μητρώο: προέρχεται από την αρχαία φράση μητρώον (ιερόν), ναός της μητέρας-θεάς Κυβέλης όπου φυλάσσονταν τα κρατικά αρχεία της Αθήνας. Το επίθετο μητρώος προέρχεται από τη λέξη ο μήτρως (= θείος από τη γενιά της μητέρας) και αυτή από τη λέξη η μήτηρ, γενική της μητρός.
μπάνιο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την ιταλική λέξη bagno, που προήλθε από την λατινική bannium και αυτή από τη λέξη bal(i)neum. Η τελευταία προέρχεται από την αρχαία λέξη είτε α) το βαλανείον (= λουτρό) είτε β) η βάλανος, που σήμαινε αρχικά «βελανίδι», έπειτα όμως και «κούπα, φιάλη».
μποϊκοτάζ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη boycottage, που προήλθε από την αγγλική λέξη boycott. Αυτή προέκυψε από το επώνυμο του C. Boycott, Άγγλου κτηματία στην Ιρλανδία του 19ο αι., στα χωράφια του οποίου οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να εργαστούν, επειδή αυτός δε δεχόταν να μειώσει το ποσό ενοικίασης.
μπούσουλας: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την ιταλική bussola (= πυξίδα), η οποία προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική buxula, που ανάγεται στη μεταγενέστερη λατινική buxida. Αυτή προέρχεται από την ελληνιστική λέξη η πυξίς, αιτιατική πυξίδα (= ξύλινη θήκη για κοσμήματα), παράγωγο της αρχαίας λέξης η πύξος (είδος δένδρου).
μωσαϊκό: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη mosaico, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική musaicus, που σημαίνει «ψηφιδωτό σε σπήλαιο αφιερωμένο στις Μούσες». Είναι παράγωγο της λατινικής λέξης Musa, που προέρχεται από την αρχαία λέξη Μούσα, τη θεότητα προστάτιδα των τεχνών.
νερό: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη νερόν, που προήλθε από τη λέξη νηρόν και αυτή από το ελληνιστικό επίθετο νηρός (= πρόσφατος, φρέσκος). Αυτό προήλθε από το αρχαίο επίθετο νεαρός, παράγωγο του επιθέτου νέος. Η προέλευση της λέξης νερό οφείλεται στη φράση «νεαρόν ύδωρ» ή «νηρόν ύδωρ» (= φρέσκο ύδωρ, δροσερό νερό), από την οποία απορρίφθηκε με τον καιρό η λέξη ύδωρ (γενική ύδατος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: