ΟΛΙΓΑΠΟΛΑΠΟΛΛΑΠΟΛΙΓΑ
...ένα e-περιοδικό ποικίλης ύλης, που έχει ως σκοπό να εντοπίζει ό,τι αξιόλογο, πρωτότυπο ή και παράξενο υπάρχει στο διαδίκτυο,
όπως και να εμπλουτίζεται διαρκώς με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς μας για την ζωή και τον κόσμο μας γενικότερα...

Ετυμολογικό απάνθισμα_4

νόστιμος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «ο σχετικός με την επιστροφή στην πατρίδα», ενώ έπειτα κατέληξε με την έννοια «ευχάριστος» αλλά και «εύγευστος». Προέρχεται από τη λέξη ο νόστος (= επιστροφή στην πατρίδα), παράγωγο του ρήματος νέομαι (= επιστρέφω).
~ Από τη λέξη νόστος, επίσης, προέρχεται η μεσαιωνική λέξη νοσταλγία, η οποία προήλθε από το ρήμα νοσταλγώ, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις νόστος + το άλγος (= πόνος).
νότα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη nota, που προήλθε από τη λατινική nota (= σημείο), παράγωγο του ρήματος nosco (= γνωρίζω).
~ Η ονομασία των φθογγόσημων στην ευρωπαϊκή μουσική κλίμακα προέρχεται από την ακροστιχίδα ενός μεσαιωνικού λατινικού ύμνου προς τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή:
Ut
Re
Mi
Fa
Sol
La
Si
Ut queant laxis
resonare fibris.
Mira gestorum
famuli tuorum.
Solve polluti
labii reactum,
Sancte Ioannes.
Η ονομασία ut, όμως, αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη do (= ντο), που προήλθε πιθανόν είτε α) από τη φράση «do(minus deus)» (= Κύριος ο Θεός) είτε β) από την πρώτη συλλαβή του επιθέτου του G. Doni, Ιταλού μουσικού του 17ου αι.
~ Αντίστοιχα, η ονομασία των φθογγόσημων στη βυζαντινή μουσική κλίμακα προέρχεται από τα επτά πρώτα γράμματα του αλφαβήτου: πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη.
ξεφτέρι: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές προέλευσης: 1) από τη λέξη ξυφτέρι, που προήλθε από τη λέξη εξυφτέριον και αυτή από την ελληνιστική οξυπτέριον, που προέρχεται από το επίθετο οξύπτερος (= αυτός που πετά γρήγορα), σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις οξύς + πτερόν. 2) από τη λέξη ξιπτέρι, που προήλθε από τη λατινική λέξη accipiter (= γεράκι).
ξόβεργα: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ξόβεργον, που προήλθε από τη λέξη ιξόβεργον, σύνθετη από την αρχαία λέξη ο ιξός (= είδος φυτού και η κόλλα που προέρχεται από αυτό) + βέργα (προήλθε από την ιταλική λέξη verga και αυτή από τη λατινική virga).
οκέι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη okay ή okey (= εντάξει), που προήλθε από τα αρχικά o.k., που ανήκουν πιθανόν στη φράση oll korrect, η οποία ανάγεται στην αρχική φράση all correct (= όλα σωστά). Η φράση αυτή εμφανίστηκε στην Αμερική γύρω στο 1830 και διαδόθηκε ιδιαίτερα πιθανόν λόγω των οπαδών του πολιτευτή M. Van Buren, που είχε την προσωνυμία Old Kinderhook, τα αρχικά της οποίας συνέπιπταν με την εν λόγω φράση.
όμορφος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, που προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *όμμορφος, η οποία προήλθε από τη φράση ο έμμορφος. Η λέξη έμμορφος προέκυψε από το αρχαίο επίθετο εύμορφος, σύνθετο από τις λέξεις ευ (= καλώς) + μορφή.
ομπρέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη ombrella, που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική umbrella, παράγωγο της λατινικής λέξης umbra (= σκιά).
ούζο: προέρχεται πιθανόν από την ιταλική φράση uso (Massalia), που σημαίνει «για χρήση (στη Μασσαλία)» και αποτελούσε επιγραφή πάνω σε κιβώτια με αυτό το ποτό που αποστέλλονταν από την Ελλάδα στη Μασσαλία. Η λέξη uso προήλθε από τη λατινική λέξη usus (= χρήση), παράγωγο του ρήματος utor (= χρησιμοποιώ).
παιδεύω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που προέρχεται από τη λέξη ο παις, γενική του παιδός. Αρχικά σήμαινε «εκπαιδεύω, ανατρέφω παιδί, σωφρονίζω», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «βασανίζω, ταλαιπωρώ» λόγω της χρήση πειθαρχικών μέτρων που συνήθως λαμβάνονται κατά την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών.
~ Επίσης, από τη λέξη παις προέρχεται και το αρχαίο ρήμα παίζω, από το οποίο προήλθε η αρχαία λέξη παίγνιον, ενώ από το υποκοριστικό της παιγνίδιον προέκυψε έπειτα η νεοελληνική λέξη παιχνίδι.
παντελόνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λέξη πανταλόνι, που προήλθε από την ιταλική λέξη pantaloni και αυτή από το όνομα Pantalone, ήρωας της ιταλικής κωμωδίας του 17ου αι., ο οποίος φορούσε φαρδιές περισκελίδες.
παντρεύω: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα υπανδρεύω, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο η ύπανδρος (γυνή), σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις υπό + ανήρ, γενική ανδρός. Το ρήμα αυτό, επομένως, αναφέρεται ουσιαστικά σε γυναίκες, ενώ καταλληλότερο για τον άνδρα φαίνεται το ρήμα νυμφεύομαι, που προέρχεται από τη λέξη νύμφη.
παρέα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη pareja, που προήλθε από το επίθετο parejo (= όμοιος), το οποίο παράγεται από τη λέξη par (= ίδιος), που ανάγεται στο λατινικό επίθετο par, γενική paris (= ίσος, ίδιος).
πετραχήλι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη πετραχήλιν, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο περιτραχήλιος, που σημαίνει «αυτός που είναι γύρω από το λαιμό», σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις περί + τράχηλος.
 – «τάζω λαγούς με πετραχήλια»: φράση που σημαίνει «δίνω απραγματοποίητες υποσχέσεις», όπου εδώ η σημασία της λέξης πετραχήλι είναι «λουρί λαιμού, περιλαίμιο».
πισίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη pisina, που προήλθε από την ιταλική λέξη piscina (= ιχθυοτροφείο). Αυτή ανάγεται στη λατινική λέξη piscina (= ιχθυοτροφείο, δεξαμενή), παράγωγο της λέξης piscis (= ψάρι).
πόμολο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη pomolo, που σήμαινε αρχικά «χερούλι σέλας σε σχήμα μήλου» και προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική pomulum (= μηλαράκι), υποκοριστικό της λατινικής λέξης pomum (= μήλο).
ποντικός: προέρχεται από την αρχαία φράση ποντικός (μυς), όπου το επίθετο ποντικός (= θαλάσσιος, ποντιακός) είναι παράγωγο της λέξης πόντος (= θαλάσσιο πέρασμα, θάλασσα). Η αρχική σημασία, επομένως, για το τρωκτικό αυτό θα ήταν είτε α) ποντιακός μυς (= ποντίκι από τον Εύξεινο Πόντο) είτε β) θαλάσσιος μυς (= ποντίκι των καραβιών).
πράσινος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σημαίνει «αυτός που έχει το χρώμα του πράσου» και προέρχεται από τη λέξη πράσον, είδος φυτού.
πυξίδα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η πυξίς, αιτιατική πυξίδα, η οποία σήμαινε το κουτί για αποθήκευση μικρών αντικειμένων που κατασκευαζόταν από ένα είδος δένδρου, που έχει την ονομασία η πύξος.
πύραυλος: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης rocket (= ρουκέτα) και είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το πυρ (= φωτιά) + αυλός, επειδή το σχήμα του πυραύλου θυμίζει φλογέρα που βγάζει φωτιά.
ράσο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ράσον, που προήλθε από τη λατινική rasum, η οποία δήλωνε ένα είδος ρούχου από ύφασμα χωρίς χνούδι, και προέρχεται από το ουδέτερο rasum της μετοχής του ρήματος rado (= ξύνω, ξυρίζω).
ρεστοράν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη restaurant (= εστιατόριο), που προήλθε από το ρήμα restaureur (= ανακαινίζω). Αυτό ανάγεται στο λατινικό ρήμα restauro (= ανακαινίζω), σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + ρήμα stauro (από το ρήμα sto = στέκομαι).
ροδάκινο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ρωδάκινον, που προήλθε από την ελληνιστική δωράκινον και αυτή από τη λατινική λέξη duracinum. Η τελευταία προέρχεται πιθανόν είτε α) από την (αμάρτυρη) λέξη *Duracium και αυτή από το όνομα της πόλης Dyrrachium (= Δυρράχιο) είτε β) από τη σύνθεση των λέξεων durus (= σκληρός) + acinus (= ρώγα).

Δεν υπάρχουν σχόλια: